Βιογραφία
Συνεισφορά
Δισκογραφία: Albums
Δισκογραφία: Συμμετοχές
Πηγές:
Staff Benda Bilili are a group of street musicians in the Democratic Republic of the Congo. They used to live around the grounds of the zoo in the country's capital city, Kinshasa, and play music which is rooted in rumba, with elements of old-school rhythm 'n' blues and reggae. The core of the band consists of four senior singers/guitarists, who are paraplegic (they had poliomyelitis when they were young) and move around in spectacularly customized tricycles. They are backed by a younger rhythm section consisting of abandoned street children who were taken under the protection of the older members of the band. The soloist is an 18 year-old boy (2009) who plays guitar-like solos on an electrified one-stringed lute he designed and built himself out of a tin can. The group's name translates roughly from Lingala as "look beyond appearances".
Staff Benda Bilili have earned the 2009 Artist Award at Womex (World Music Expo).
Staff Benda Bilili have sought to raise awareness about crimes against humanity in Democratic Republic of the Congo, contributing to the Enough Project and Downtown Records' Raise Hope for Congo compilation. 2013 the band fell apart in quarrels with its management.
Background
Staff Benda Bilili was formed by Ricky Likabu and Coco Ngambali with other paraplegic musicians, as other bands in Kinshasa would not work with them. They were later joined by a teenager, Roger Landu, who fashioned his own instrument - named a satongé - from an empty fish can, a piece of wood and a guitar string.[5][6] The band rehearsed in Kinshasa zoo, because it was a quiet location, and played the streets of Kinshasa until they were heard by Vincent Kenis, a Belgian record producer specialising in Congolese music, who arranged for the band to record their debut album, Tres Tres Fort ("Very Very Strong").
The "voting song"
In 2006, Staff Benda Bilili's song Let's Go and Vote ("Allons Voter"), written and performed by the musicians, was played repeatedly in the run-up to the 2006 historic polls on radio and television stations; it was reported to be responsible for a 70% increase in voter turnout. The credits on the video clip says it was produced by Monuc UN Mission in DR Congo and distributed by the UN Development Programme (UNDP). The musicians were not offered contracts, but were reportedly paid $50 each. Staff Benda Bilili filed a lawsuit in the Congolese courts seeking $100,000 for Monuc's use of their music.
The videos and the film
Staff Benda Bilili were featured in the documentary film Jupiter's Dance, by Renaud Barret and Florent de la Tullaye (aka Belle Kinoise), who have been documenting the band's progress since 2005. They shot several videos, which have become quite popular on the Internet.
Barret and de la Tullaye directed a feature-length documentary on the band, Benda Bilili!. The film has been selected by the Quinzaine des Réalisateurs (Directors' Fortnight) at the 2010 edition of the Cannes Film Festival, and premiered on May 13, 2010, with the group in attendance and performing at the opening of the Quinzaine.
Career
Entitled Très Très Fort, the band's debut album was released on Crammed Discs in March 2009. It was produced over the course of three years by Crammed's Vincent Kenis (known for introducing and producing bands such as Konono Nº1, Kasai Allstars, and for the Congotronics series). Kenis recorded the band mostly in the Kinshasa zoo. The album also contains four of Barret & de la Tullaye's videos.
Staff Benda Bilili's Très Très Fort album was also be released on vinyl by Crammed Discs in 2010, only as part of the limited-edition Congotronics Vinyl Box Set which includes most albums on the Congotronics series.
Media reactions to Très Très Fort were excellent, especially in the UK, the USA, and France.
Staff Benda Bilili have performed extensively around Europe, Japan and Australia, and will be touring in the USA for the first time in October 2012.
Entitled Bouger Le Monde ('Make The World Move'), Staff Benda Bilili's second album was recorded in Kinshasa and mixed in Brussels, once again by producer Vincent Kenis. The album comprises 11 new songs and features lead vocals by seven different band members. It is being released worldwide by Crammed Discs in September 2012.
In February 2013 The Guardian reported that singer and songwriter Coco Ngambali has quit, along with fellow vocalist Théo Ntsituvuidi, and a tour of top European venues scheduled for March and April had been cancelled amid accusations of mismanagement.
Για να μάθουμε την προέλευση της soul μουσικής ακολουθούμε τη διαδρομή των γραμμών του τρένου που μετέφεραν τους μαύρους αγρότες από το νότο στο βορρά των ΗΠΑ. Αυτοί οι άνθρωποι των blues έφτασαν στο βορρά με τις αποσκευές τους γεμάτες από τη μουσική τους. Τα παραδοσιακά τραγούδια του νότου κάτω από την ταμπέλα race music αρχίζουν να εξελίσσονται με διάφορες μορφές και να δημιουργούν νέα είδη μουσικής όταν αναμιγνύονται με την εξευγενισμένη jazz των πόλεων.
Οι Μουσικές Ρίζες
Αν πιάσουμε την ιστορία από την αρχή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40 από τα jump blues ξεπηδά το rhythm & blues. Είναι το πρώτο είδος που πλέον δίνει έμφαση στο τραγούδι αυτό καθεαυτό και όχι στον αυτοσχεδιασμό. Από αυτό σύντομα θα προκύψουν τα δύο βασικότερα παρακλάδια που στις αρχές θα εμπλέκονται μεταξύ τους: το rock ‘n roll που θα ταιριάξει περισσότερο στους λευκούς και τη soul που θα την προτιμήσουν οι μαύροι και είναι το αποτέλεσμα ανάμιξης των gospels και του rhythm & blues.
Ο Ορισμός
Αν και από το 1946 η λέξη soul σημαίνει στην αργκό της jazz ενστικτώδης ποιότητα που βιώνουν οι μαύροι ως χάρισμα και αρετή, εννοιολογικά ο ορισμός της soul μουσικής διατυπώνεται για πρώτη φορά το 1961 για να περιγράψει τη νέα μουσική gospel αυτή τη φορά με στίχους εμπνευσμένους από τα κοσμικά και όχι από τα θεία. Με λίγα λόγια όπου εμφανίζεται η λέξη «Χριστός» στα gospels, στη soul αντικαθίσταται με τη λέξη «κοπέλα».
Η Γεωγραφική Προέλευση
Πολλοί λένε ότι η βάση της soul είναι το Chicago με τη Νέα Υόρκη, το Detroit, το Memphis και το Florence να ακολουθούν πολύ γρήγορα. Κάθε πόλη είχε τα δικά της ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά gospels που έδωσαν διαφορετική μορφή και κατεύθυνση σε αυτό το είδος μουσικής.
Το Florence της Alabama είχε τα FAME Studios. Εκεί ηχογραφούσαν οι Jimmy Hughes, Percy Sledge & Arthur Alexander και η Aretha Franklin κατά τη διάρκεια των 60′s. Τα Fame Studios διατηρούσαν στενή σχέση με τη δισκογραφική που συνείσφερε σημαντικά στο χώρο της soul τη Stax Records από το Memphis, αφού πολλοί από τους μουσικούς και τους παραγωγούς που δούλεψαν στην πρώτη, συμμετείχαν σε πολλές ηχογραφήσεις στην Αλαμπάμα.
Η Motown Records ήταν από τις θρυλικές εταιρείες του χώρου με έδρα το Detroit που πυροδότησαν το είδος κατά τη δεκαετία του ‘60 αν και μέχρι τότε ο ιδιοκτήτης της Berry Gordy αυτοχαρακτηριζόταν ως παραγωγός pop μουσικής. Με δημιουργούς όπως Stevie Wonder, Gladys Knight & the Pips, Marvin Gaye, the Temptations και the Supremes κατάφερε να καθιερώσει σε μαύρους και λευκούς το δικό της πολύ ιδιαίτερο στυλ και ήχο.
Στο Chicago, ο Curtis Mayfield ήταν αυτός που βοήθησε να εξελιχθεί η γλυκιά soul, γεγονός που αργότερα του κέρδισε τον τίτλο του Νονού της soul του Βορρά. Ως μέλος του συγκροτήματος The Impressions, ο Mayfield πρωτοστάτησε με ένα χορωδιακό τρόπο ερμηνείας call and response με προέλευση τα gospels και επηρέασε πολλά συγκροτήματα της περιόδου όπως τους συντοπίτες τους Radiants.
Η Εξέλιξη
1960′s
Η soul υπήρξε η μεγάλη ομπρέλα για πολλά και διαφορετικά στυλ που προέρχονταν από το R&B. Η κάθεμιά από τις δισκογραφικές εταρείες είχε εντελώς ιδαίτερο και διαφορετικό χαρακτήρα.
Μέχρι και τα μισά της δεκετίας των ’60s, η soul παρέμεινε κοντά στις ρίζες του R&B. Παρ’ολ’ αυτά καλλιτέχνες από πολλά διαφορετικά μέρη έσπρωχναν το είδος προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Στα μεγάλα αστικά κέντρα δηλαδή Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια και Σικάγο η μουσική επικεντρώθηκε σε πιο καλογυαλισμένες παραγωγές με έμφαση στα φωνητικά. Στο Detroit,η Motown δημιουργούσε ένα pop ήχο κρατώντας ισορροπίες μεταξύ gospel, R&B και rock & roll. Στο Νότο η μουσική είχε πιο σκληρό χαρακτήρα με πιο ακατέργαστα και άγρια φωνητικά και με θυμωμένα πνευστά να κάνουν θόρυβο. Όλα αυτά τα στυλ έδωσαν μορφή στη soul, της μουσικής που μεσουράνησε στα charts της μαύρης μουσικής καθ’όλη τη διάρκεια των ’60s και κατάφερε να εισβάλει στο μέχρι τότε άβατο των pop charts των λευκών.
Προς τα τέλη των ’60s, η soul κατακερματίζεται, με καλλιτέχνες όπως James Brown και Sly Stone να δημιουργούν funk ήχους και άλλους να αναπτύσσουν πιο ήπιες εκδοχές της soul. Παρ’ όλο πάντως που μετεξελίχθηκε, δε χάθηκε. Επηρέασε και διαχύθηκε σε άλλα μουσικά είδη των επόμενων δεκαετιών, ενώ πάντα υπήρχαν οι καλλιτέχνες που συνέχισαν να παίζουν τους παραδοσιακούς τις ήχους.
1970s
Κατοπινά παραδείγματα της soul περιλαμβάνουν κομμάτια όπως το I’ll Take You There από The Staple Singers και τις ηχογραφήσεις του Al Green κατά τα ‘70s, στα studios του Willie Mitchell στο Memphis. Η Hi Records του Mitchell συνέχισε την παράδοση της Stax, κυκλοφορώντας πολλές επιτυχίες από τους Green, Ann Peebles, Otis Clay, O.V. Wright και Sly Johnson. Ο Bobby Womack αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη που συνεχίζει να παράγει soul ήχους στα ’70s και ’80s.
Στο Detroit, ο παραγωγός Don Davis δούλευε με καλλιτέχνες της Stax όπως Johnnie Taylor και The Dramatics. Αρχές των ’70s δημιουγίες από The Detroit Emeralds (Do Me Right) αποτελούν τη γέφυρα μεταξύ soul και το μετέπειτα disco ήχο. Καλλιτέχνες της Motown όπως Marvin Gaye, Michael Jackson, Stevie Wonder και Smokey Robinson συνείσφεραν σημαντικά στην εξέλιξη της soul, παρόλο που τα τραγούδια τους είχαν περισσότερη pop φλέβα από ότι τα κλασσικά των Redding, Franklin και Carr. Ακόμη και οι ηχογραφήσεις των καλλιτεχνών με έδρα το Σικάγο που διέφεραν σημαντικά από την κλασσική soul, αποτελούσαν και αυτοί βασικό συστατικό του είδους.
Στις αρχές των ’70s, αρχίζουν να διακρίνονται οι επιρροές της soul σε άλλα είδη μουσικής, με πρώτο και καλύτερο το psychedelic rock. Ο κοινωνικό-πολιτικός αναβρασμός της περιόδου ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες όπως Gaye και Curtis Mayfield με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν albums διαμαρτυρόμενοι σε ό,τι συνέβαινε γύρω τους. Ο James Brown μπήκε για τα καλά στο χορό της funk και το είδος καθιερώνεται με συγκροτήματα όπως Parliament-Funkadelic και The Meters. Πιο ευέλικτα σε ήχο σχήματα όπως οι War, the Commodores και οι Earth, Wind and Fire ήταν τα δημοφιλέστερα της εποχής εκείνης. Μεγάλη επιτυχία μάλιστα είχαν και αρκετοί με εμπορικό ήχο όπως οι Hall & Oates και Oakland‘s Tower of Power, όπως επίσης και μία νέα γενιά φωνητικών συγκροτημάτων και σχημάτων με ήχο πιο αστικό όπως The Delfonics και οι Unifics. Μέχρι το τέλος των ’70s, η disco και η funk were κυριαρχούσαν στα charts. Ο ήχος της Φιλαδέλφεια (Philly), όπως και άλλα ρεύματα της soul είχαν πλέον μπολιαστεί με το funk. Η περίοδος χαρακτηρίζεται από τις επιτυχίες των The O‘Jays και The Spinners.
1980s μέχρι σήμερα
Η εμφάνιση της hip hop κουλτούρας κατά τα ’70s λειτούργησε ως ντόμινο για τον ήχο της soul κατά τα ’80s. Ο Afrika Bambaata & The Soulsonic Force με τον ηλεκτρονικό τους ήχο και αναδείχθηκαν με επιτυχίες όπως το “Planet Rock” και “Looking For The Perfect Beat”. Οι soul δημιουργοί συνειδητοποίησαν ότι θα πρέπει να έχουν πιο ισχυρά beats και ρυθμό και ανακάλυψαν ένα καινούργιο τρόπο για να συνδυάζουν τη soul με synthesizers και drum machines.
Παραγωγοί όπως οι “Jimmy Jam” και Terry Lewis, οι Reid και Babyface στράφηκαν σε πιο σκληρούς και πιο πλούσιους –σχεδόν επικούς- ήχους soul, που βασίζονταν στο ρυθμό, το beat, αντί για τα φωνητικά της παραδοσιακής soul, προσφέροντας έτσι αναρίθμητες επιτυχίες για τη Janet Jackson, τους TLC, τον Alexander O‘Neal, The SOS Band και το Bobby Brown. Παρά αυτή τη στροφή, αναδείχθηκαν πολλοί soul τραγουδιστές όπως οι Michael Jackson, Whitney Houston, Anita Baker και Sade, οι οποίοι μονοπώλησαν τη δεκαετία των ‘80s.
Ο στιχουργός και παραγωγός Teddy Riley μαζί με άλλους δημιούργησαν το new jack swing (γνωστό και ως swingbeat), το οποίο βασιζόταν τόσο στη soul όσο και στο hip hop. Ο ήχος του Riley διακρινόταν από τα beats της hip hop, gospel και μελωδίες jazz, με αποτέλεσμα έναν ακατέργαστο και χαλαρό ήχο.
Μετά την παρακμή της disco και της funk στις αρχές των ’80s, η soul βρίσκει διέξοδο στον ήχο της electro. Το πάντρεμα αυτών των δύο καταλήγει στη γέννηση ενός νέου είδους γνωστού και ως σύγχρονο R&B, που φυσικά είχε πολύ μικρή σχέση με το αυθεντικό στυλ του rhythm & blues.
Στα μέσα δεκαετίας των 80s και συγκεκριμένα στο Chicago, η house μουσική είναι το νεογέννητο είδος με τρεις μαμάδες: τη soul, funk και disco. Εδώ έχουμε αποκλειστικά και μόνο χρήση των synthesizers και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.Η House και η techno γνώρισαν ευρεία αποδοχή τέλη της δεκαετίας των 80s και παραμένουν δημοφιλή είδη μέχρι και σήμερα.
2000’s
Η neo-soul πρωτοεμφανίζεται γύρω στο 1994 στις ΗΠΑ. Ωστόσο το μουσικό τοπίο έχει αλλάξει πολύ: όλες οι δισκογραφικές soul μουσικής ανήκουν στις μεγάλες και αυτές δεν έχουν κανένα λόγο να επενδύσουν σε αυτό το είδος μουσικής, όταν μάλιστα τα λεφτά τους έρχονται από τη γιγάντια πια βιομηχανία της hip hop.
Πρόλογος
Η μαύρη μουσική (race or black music) είναι η αστείρευτη πηγή των περισσότερων ειδών μουσικής που ακούμε σήμερα και ενδεχομένως πολύς κόσμος αυτό να το αγνοεί. Είναι η αφορμή πάντως που κάποιοι ακούν μουσική.
Ξεχωρίζοντας τα σημαντικότερα γεγονότα που χαρακτήρισαν την εξέλιξή της θα ανακαλύψουμε ότι αποτελεί τελικά όχι μόνο την απαρχή της αμερικάνικης μουσικής κουλτούρας αλλά και της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας σε παγκόσμια κλίμακα.
Για τέσσερις περίπου αιώνες από την άφιξη δηλαδή των πρώτων μαύρων σκλάβων στην Αμερική το 1619 μέχρι και σήμερα, οι Αφρο-Αμερικάνοι κυριαρχούν στο χώρο της αμερικάνικης μουσικής και χορού. Για να ακριβολογούμε, η μαύρη μουσική είναι η μοναδική πρωτότυπη μουσική των ΗΠΑ καθώς τα Spirituals-Blues-Jazz-Gospel-Charleston-Twist-Hip Hop αποτελούν τις ρίζες όχι μόνο του rhythm and blues αλλά και του Broadway, των Grammys και άλλων μουσικών θεσμών.
Έχοντας αυτά τα ολίγα στο νου μας, πάμε να δούμε και να ακούσουμε πώς ξεκίνησε και εξελίχθηκε και να ανακαλύψουμε τους σημαντικότερους καλλιτέχνες που έθεσαν σε κίνηση μία δημιουργική διαδικασία που συνεχίζεται εδώ και 300 χρόνια.
1660-1860
Εμφανίζεται το κορυφαίο καλλιτεχνικό κίνημα της ιστορίας του Αμερικάνικου πολιτισμού. Οι Μαύροι και Άσημοι Βάρδοι (“Black and unknown bards”) της σκλαβιάς – όπως τους αποκαλούσαν – δημιουργούν τα spirituals για να υμνήσουν το Θεό και να ξεχάσουν τις κακουχίες τους. Αυτοί θα θέσουν κατ’ επέκταση τα θεμέλια για τα blues και του αμερικάνικου χορού. Ό,τι και όποιος ακολούθησε από τότε και μετά ήταν απλά η μετεξέλιξή τους.
1870s-1920s
Οι απόγονοι των σκλάβων δημιουργούν τα blues σε πόλεις όπως Texas, Alabama, Tennessee, Mississippi, σχεδόν παντού. Σύντομα, δηλαδή το 1912, οδηγούμαστε στο πρώτο γραπτό πλέον blues τραγούδι “The Memphis Blues” του W.C. Handy. Ακολουθούν σημαντικοί και αξιόλογοι blues καλλιτέχνες όπως Ma Rainey και η εκρηκτική από όλες τις απόψεις Bessie Smith.
1890s-1920s
Η ενβανσιόν της jazz μουσικής προκύπτει από τη συλλογική δημιουργία των μαύρων της Louisiana, Texas, Missouri και άλλων περιοχών. Καθιερώνεται από μοναδικές συνθέσεις αλλά και μεμονωμένους και ιδιαίτερους ερμηνευτές όπως Buddy Bolden, Jelly Roll Morton, Louis Armstrong και άλλους
Στις 11 Νοεμβρίου του 1925 ο Louis Armstrong ηχογραφεί το πρώτο κομμάτι με την ορχήστρα του The Hot Five και Hot Seven, γεγονός που καθορίζει τα δύο αναπόσπαστα στοιχεία της jazz: το ρυθμό και τον αυτοσχεδιασμό.
1900
Οι James Weldon Johnson και J. Rosamond Johnson συνέθεσαν το “Lift Ev’ry Voice and Sing” για μία σχολική παρέλαση στο Jacksonville. Έμελλε να αποτελέσει τον Εθνικό Ύμνο των Αφρο-Αμερικανών.
14 Φεβρουαρίου 1920
![]() |
Η Mamie Smith ηχογραφεί τον πρώτο μαύρο δίσκο (race record) για την Okeh Records με τα” “That Thing Called Love” και “A Good Man is Hard to Find”.
23 Μαΐου 1921
![]() |
Το πρώτο μιούζικαλ με τίτλο “Shuffle Along“, στο οποίο πρωταγωνιστούν ταλαντούχοι μαύροι, κάνει πρεμιέρα στο Musical Hall στη Νέα Υόρκη. Αυτό είναι το σημείο αφετηρίας για το Broadway ή τουλάχιστον της μουσικής κουλτούρας του. Δύο χρόνια αργότερα το μιούζικαλ “Runnin’ Wild” ανεβαίνει στο Colonial Theatre του Broadway, για να παρουσιάσει το δημοφιλέστερο εκείνη την εποχή χορό, το Charleston.
1925
Ο βαρύτονος Paul Robeson κάνει το ντεμπούτο του στο Greenwich Village Theatre, με το πρώτο κονσέρτο που ακούγονται αποκλειστικά και μόνο τα “νέγρικα spirituals”.
4 Δεκεμβρίου 1927
Ο Duke Ellington εμφανίζεται για πρώτη φορά στο περίφημο Cotton Club, το μεγαλύτερο μουσικό πόλο έλξης του Harlem, σηματοδοτώντας επίσημα την έναρξη του swing και την εποχή των Big Bands όπως αυτές του Count Basie, Erksine Hawkins, Jimmy Lunceford και αργότερα του Billy Eckstine. O Ellington θεωρείται αναμφισβήτητα ο κορυφαίος συνθέτης της Αμερικής, αφού έδωσε νέες διαστάσεις στην jazz.
1930s
Οι μαύροι εσωτερικοί μετανάστες των πόλεων επαναπροσδιορίζουν την εκκλησιαστική μουσική, δίνοντάς της ρυθμό και πάθος. Αυτό ακριβώς αποτύπωσε σε χαρτί ο “Πατέρας της Gospel”, Thomas Dorsey και που ερμήνευσαν η Sallie Martin και αργότερα η Mahalia Jackson. O Dorsey πάντως ήταν αυτός που έδωσε το όνομα gospel στο νέο είδος μουσικής των μαύρων, οργάνωσε την πρώτη χορωδία και καθιέρωσε την ετήσια συνάντηση των μουσικών και σε αυτόν οφείλεται ο παραδοσιακός τρόπος ερμηνείας και παράστασης αυτής της μουσικής.
Πρωινό Κυριακής της Ανάστασης, 1939
Η Marian Anderson δίνει μία ανοικτή συναυλία -μετά από τις ευλογίες του Λευκού Οίκου- στα σκαλοπάτια του Lincoln Memorial μπροστά σε 75.000 ανθρώπους, όταν της απαγόρευσαν να τραγουδήσει στο Constitution Hall λόγω του χρώματός της. Όλα αυτά συμβαίνουν αφού επιστρέφει από μία θριαμβευτική περιοδεία στην Ευρώπη όπου και την άκουσε ο Arturo Toscanini δηλώνοντας ότι η φωνή της είναι από αυτές που εμφανίζονται μία φορά στα εκατό χρόνια.
1945
Οι θρυλικοί Charlie Parker ή αλλιώς “Bird” και Dizzy Gillespie μετακομίζουν μαζί με τις ορχήστρες τους στην 52η οδό της Νέας Υόρκης, όπου εγκαινιάζουν την bebop περίοδο, αλλάζοντας τη δομή και αρμονία της μοντέρνας jazz.
1954 και 1955
Ο Richard Penniman πιο γνωστός ως Little Richard ηχογραφεί το πασίγνωστο “Tutti Frutti” και ο Chuck Berry το “Maybelline”. Το ύφος τους ακολουθούν και άλλοι μαύροι καλλιτέχνες όπως Big Maybelle και Wilson Pickett. Κάπως έτσι απλά και ωραία κάνει την εμφάνισή του το rock `n’ roll, που θα εξελίξουν αργότερα -ο καθένας με το δικό του τρόπο- οι Beatles και Elvis Presley.
1956
Το Nat King Cole Show, είναι η πρώτη τηλεοπτική εκπομπή που παρουσιάζει μαύρος. Είναι στον αέρα του NBC-TV για 64 εβδομάδες παρουσιάζοντας στο ευρύ κοινό εκτός από τις αξιοσημείωτες μουσικές ικανότητες του Nat King Cole και άλλους λευκούς και μαύρους μουσικούς θρύλους της εποχής. Ο Cole θεωρείται ίσως ο πρώτος μεγάλος pop καλλιτέχνης που κατάφερε το crossover, το πέρασμα δηλαδή και στη λευκή κουλτούρα και κοινό, πουλώντας εκατομμύρια δίσκους.
Δεκέμβριος 1955-1968
Η μουσική freedom, βασιζόμενη στη μαύρη spiritual-gospel-blues-jazz παράδοση, ισχυροποίησε τους Αφρο-Αμερικάνους και τους υποστηρικτές τους προσελκύοντας δεκάδες χιλιάδες σε πορείες, συνελεύσεις, διαμαρτυρίες του κινήματος που αγωνιζόταν για την ελευθερία των μαύρων (The African-American Civil Rights Movement). Το κίνημα ήταν από το μεγαλύτερο των ΗΠΑ για τον 20ο αιώνα και επηρέασε και άλλους τραγουδιστές από όλο τον κόσμο που αγωνίζονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθεριά.
Κορυφαίοι μαύροι τραγουδιστές συμμετείχαν στην χορωδία του κινήματος και ερμήνευσαν ανάλογα τραγούδια όπως οι Mahalia Jackson (“I Been ‘Buked and I Been Scorned”), Harry Belafonte (“Matilda”), Aretha Franklin (“R-E-S-P-E-C-T”), Sammy Davis JR. (“Mr. Bojangles”), James Brown (“I’m Black and I’m Proud”), Curtis Mayfield (“Keep on Pushin’”), Sam Cooke (“A Change Is Gonna Come”), Nina Simone (“What are we going to do now, now that the King of Love is Dead?”), Bernice Reagan (“Before I’d be a slave, I’d be buried in my grave and go home to my Lord and be free”).
1957
Ο Sam Cooke ήδη καταξιωμένος ερμηνευτής gospel, αλλάζει τον ήχο του που κάποιοι αποκάλεσαν “rhythm and blues” όταν ηχογραφεί το “You Send Me”. Αυτό θα σηματοδοτήσει το ξεκίνημα μιας μεταβατικής περιόδου που θα οδηγήσει στη soul μουσική.
2 Μαρτίου 1959 και 22 Απριλίου 1959
Ο Miles Davis ηχογραφεί το “Kind of Blue”, το ορόσημο της jazz ιστορίας που έμελλε να αλλάξει την κατεύθυνση της σύγχρονης αμερικάνικης μουσικής.
17 Δεκεμβρίου 1959
Ιδρύεται η Motown Records από τον Berry Gordy JR. Χάρη σ’ αυτόν το ευρύ κοινό γνώρισε τους Jackson 5, Supremes, Stevie Wonder και Marvin Gaye και που συνέβαλλε στην αλλαγή νοοτροπίας τόσο στον τρόπο που στήνεται και παράγεται η μουσική όσο και στην προώθηση και στο marketing.
1960
Ο Ernest Evans ή αλλιώς Chubby Checker ηχογραφεί το κομμάτι “The Twist” πυροδοτώντας την ομώνυμη, μεγαλύτερη χορευτική φρενίτιδα μετά το Charleston των 1920s. Οι αλλαγές που έφερε η νέα αυτή μόδα δεν ήταν μόνο στο χορό αλλά και στις ερωτικές σχέσεις αντρών και γυναικών.
1970s
Ο Stevie Wonder χρησιμοποιεί και πειραματίζεται δημιουργικά τα synthesizers και προετοιμάζει σχολαστικά τα albums που κυκλοφορεί. Όλη αυτή η διαδικασία θα δώσει νέο νόημα και βάθος στη μουσική. Εκείνη τη δεκαετία ο Wonder μεσουρανεί. Το τραγούδι του “Happy Birthday” προς τιμήν του Martin Luther King, πρωταγωνίστησε μάλιστα σε μία πετυχημένη καμπάνια της εποχής, για να καθιερωθεί ως η επίσημη ημέρα εθνικής εορτής η ημερομηνία γέννησης του μεγάλου ηγέτη της μαύρης κοινότητας.
1979
The Sugarhill Gang ονομάζεται το συγκρότημα που θα παράξει το πρώτο rap hit, ονόματι “Rapper’s Delight” εισάγοντας με αυτό τον τρόπο τη rap και τη hip-hop στην παγκόσμια μουσική σκηνή, για να γίνουν σήμερα τα πιο ισχυρά μουσικά κινήματα στην ιστορία της μουσικής.
1984
Το πρωτοποριακό και πανάκριβο για την εποχή video του “Thriller” από το Michael Jackson κάνει πρεμιέρα στην τηλεόραση και αλλάζει μια και καλή τον τρόπο που παράγεται, στήνεται και προωθείται η pop μουσική.
1990s
Η μαύρη μουσική σκηνή έχει πλέον πολλούς καταξιωμένους και γνωστούς καλλιτέχνες που τους ακούνε όλων των ειδών τα κοινά. Ονόματα όπως Whitney Houston και Janet Jackson ανοίγουν το δρόμο για νέες εμπορικές δραστηριότητες και τεχνικές marketing στο χώρο της μουσικής που θα επηρεάσουν στη συνέχεια και αναρίθμητους λευκούς καλλιτέχνες όπως Britney Spears.
25 Αυγούστου 1998
Το Miseducation της Lauryn Hill κατάφερε να “εκπαιδεύσει” μουσικά ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου κοινού και φυσικά ανέδειξε τη Lauryn Hill ως ένα είδος προφήτη ενός νέου μουσικού ιδιώματος που συνίσταται από hip-hop, reggae, jazz, soul και latin.
Πηγή: grooveroots.wordpress.com
To Jazz Point βρίσκεται Ακαδημίας 18, δυο βήματα από το Σύνταγμα...
Είναι η επιλογή για όποιον θέλει να απολαύσει τον καφέ του, να πιει ένα ποτήρι κρασί ή τσίπουρο, να γευματίσει ελαφρά με σπιτικές πίτες, καλοφτιαγμένα σάντουιτς και ωραίες σαλάτες, να χαλαρώσει με ένα ποτό ή δροσερά κοκτέιλ οποιαδήποτε ώρα της ημέρας... με σπουδαία μουσική, επιλεγμένη από όλο το εύρος της jazz, του blues, της world κ.ά. Μπορεί κάποιος να βρει εκλεκτές επιλογές από δίσκους (βινίλιο και CD) ιαπωνικής παραγωγής και εκτύπωσης καθώς και το σύνολο σχεδόν της ελληνικής jazz σκηνής. Επίσης, επιλεγμένα βιβλία που ξεχωρίζουν και περιοδικά με άποψη. Και, φυσικά, μπορεί να βρει όλα τα τεύχη του περιοδικού Jazz &Τζαζ...